Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενριζώ — ἐνριζῶ, όω (Α) [ριζώ] εμφυτεύω, προσαρμόζω στερεά … Dictionary of Greek
επιρριζώ — ἐπιρριζῶ, όω (AM) ενριζώ, ριζώνω βαθιά … Dictionary of Greek
προενριζώ — όω, Α κάνω να ριζώσει προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνριζῶ «εμφυτεύω»] … Dictionary of Greek